Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

διήγημα 1

Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, ο ουρανός διάσπαρτος από σύννεφα, κουρτίνες στον ήλιο. Κοίταξε ξανά προς τα πάνω ο ήλιος χάθηκε μέσα σε ένα μεγάλο σύννεφο “σίγουρα θα βρέξει”, γύρισε το κεφάλι του προς τον κάμπο. Ο αέρας έσερνε τα σύννεφα προς το μέρος του, κάνοντας παιχνίδια τις σκιές των δένδρων “Ωραία που είναι η ζωή” σκέφτηκε Η επάνοδος στην πόλη τον έκανε να ανατριχιάσει Να κρατήσω τις εικόνες, να κρατήσω τις μυρουδιές, την θάλασσα, τίποτα δεν πρέπει να χαθεί”. Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος διέκοψε τις σκέψεις του, τρομοκρατήθηκε, πέρασαν σκέψεις φόβου και φρίκης. Κοίταξε ψηλά και είδε 2 να σκίζουν τον ουρανό στα δύο. Άρχισε να τρέχει στο δάσος να κρυφτεί από έναν πόλεμο που φτιάχτηκε μέσα στο μυαλό του, “δεν θα την γλιτώσω, θα με φάει κάποια βόμβα” και συνέχισε να τρέχει, αλλόφρων. Ο ήχος των αεροσκαφών, συνέχιζε και αφού είχαν χαθεί από την ματιά του. κοντοστάθηκε λαχανιασμένος στο κούφωμα ένος γέρικου δένδρου, η διάθεση του είχε άλλαξει, του ήρθε στο νου ο πετροπόλεμος που έπαιζε μικρός στην γειτονιά, η ζωή του όλη Φοβόταν , όπως και τώρα, αλλά έπαιζε δεν άντεχε να τον κοροϊδεύουν. Αυτό είχε συνέχεια, γράφτηκε στην Σχολή Δοκίμων, προερχόταν από στρατιωτική οικογένεια, φυσικά η οικογένεια του, ήταν τρισευτυχισμένη κ τον είχαν ονομάσει Γενναίο, έτσι τον φώναζαν. Ακόμα και μέτα από τόσα χρόνια απορούσε για το επάγγελμα που είχε διαλέξει. Και να τώρα φοβισμένος στην κουφάλα ένος δένδρου προσπαθούσε να ξεφύγει, από το πεπρωμένο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει Ήθελε να γίνει ζωγράφος μικρός έπαιρνε τα χρωματιστά του μολύβια κ κατέβαινε στον κήπο να ζωγραφίσει ότι έβλεπε ολόγυρα του, σαστισμένος αλλά και μαγεμένος Όταν τελειώνε, έτρεχε στον παππού του να του δείξει τις καινούργιες του ζωγραφιές, εκείνος ήταν ο μόνος που πίστευε στο ταλέντο του εγγονού του και ήταν ο αιώνιος καυγάς της Κυριακής στο μεγάλο τραπέζι της οικογενείας, όταν όλο το σόι μαζεμένο, τρώγανε Όλοι μιλούσαν για την οικονομία που πήγαινε κατα διαβόλου, ενώ τα παιδιά τρέχαν ολόγυρα, σαν τιτίβισμα μελισσών, αναστατώνονταν όλη την αίθουσα., σκορπίζοντας τον πανικό στους μεγάλους. Εκεί που φούντωνε η συζήτηση, σηκωνόταν ο παππούς και με μεγάλη υπερηφάνεια έδειχνε τα κατορθώματα του εγγονού του. Έλεγε κ ξανάλεγε, πόσο χαρισματικός είναι και πως κάποτε όλοι θα μιλούν γι αυτόν, τότε ξέσπαγε ο μεγάλος καυγάς, λες και ο παππούς το έκανε επίτηδες. Όταν εκείνος πέθανε, δεν ξαναζωγράφισε ποτέ, δεν είχε σε ποιον να τα δείξει, όλοι απαξιουσαν και να τα κοιτάξουν. Κλείστηκε στον εαυτό του, μεγαλώνοντας μέσα στην σιωπή, μέσα σε στην δική του πραγματικότητα. Έκτοτε κανένας δεν ξαναασχολήθηκε μαζί του. Τώρα βρίσκετε σε εκείνο το νησί, πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια σε διακοπές, μόνος. Δεν είχε παντρευτεί, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί μέσα του έκρυβε ένα μεγάλο, ασήκωτο μυστικό. και όταν κατατάχτηκε το έκλεισε για πάντα μέσα του, φυλαγμένο. Ίσως να είχε ξεχάσει τι σημαίνει έρωτας - αν ποτέ το άφησε να το νιώσει. Ο ήχος των αεροπλάνων είχε χαθεί και ο αέρας είχε πάρει την δική του θέση στον ήχο. Σηκώθηκε αλλά ξανακάθισε, που και που κοιτούσε το ουρανό μήπως και τα ξαναδεί. Το παιχνίδισμα του ήλιο με τα σύννεφα συνεχίζονταν Ήταν ήδη έναν μήνα εδώ και οι διακοπές του έφτανα στο τέλος. Η στρατιωτική ζωή τον είχε κουράσει και είχε ζητήσει πρόωρη άδεια. Ήρθε εδώ μη ξέροντας τι θα αντικρίσει και πραγματικά δεν τον ένοιαζε, είχε ακούσει πως η φύση εδώ είναι πανέμορφη και πραγματικά είχε μαγευτεί. Του άρεσε η ιδέα πως θα ήταν μόνος του πως είχε λιγοστό κόσμο Οι μέρες τελειώνανε και έκανε τις τελευταίες του βόλτες. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά, όταν άκουσε ένα σφύριγμα πίσω του γύρισε και είδε έναν νεαρό που κρατούσε ένα τελάρο κ μια κασετίνα με μπογιές. Σάστισε, δεν είχε αντικρίσει κανέναν, όλο τον καιρό που βρισκόταν εδώ. Εκείνος τον προσπέρασε, χαιρετώντας τον σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια. Άρχισε να τρέμει, όλα γύριζαν γύρω γύρω, από την μία τα αεροπλάνα και από την άλλη η θύμηση της ζωγραφικής, ο παππούς, οι καυγάδες, το μυστικό του, τα χαμένα χρόνια. Σωριάστηκε στο χώμα και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Πέρασε κάμποση ώρα έτσι. “θα πάω να του μιλήσω, ή τώρα ή ποτέ” σκέφτηκε, σηκώθηκε, του φαινόταν παράτολμο, δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, ένιωθε όμως μια ανεξέλεγκτη δύναμη να τον σπρώχνει προς το μέρος του νεαρού.Τότε του ήρθε στο νου τα λόγια του παππού του “Ακόμα και αν αργήσεις να συνειδητοποιήσεις ότι ήθελες να κάνεις αυτό που η μοίρα όριζε για σένα, όταν έρθει αυτή η στιγμή, άφησε αυτήν την δύναμη να σε οδηγήσει, αυτή ξέρει, δεν λαθεύει ποτέ” Δεν είχε την δύναμη να αντισταθεί και άρχισε να τρέχει προς το μέρος που καθόταν ο νεαρός και ζωγράφιζε. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό, εκείνη την στιγμή περνούσαν τα 2 αεροπλάνα, τα είδε, τα χαιρέτισε και άρχισε να γελά δυνατά Ο παππούς καθισμένος στον κήπο, του χαϊδεύει τα μαλλιά και του λέει “Ποτέ μην με ξεχάσεις, θα έρθει μια μέρα που θα με ευγνωμονείς” Ατσίτσα / Σκύρος 1995