Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011

κάποιες φορές....

τα σύννεφα παίζουν πάνω από τον Λυκαβητό μαζί με τις σκιές από τις άκρες των φυτών που φτάνουν για να συναντήσουν το ερχόμενο σκοτάδι ...
είναι κοντά.....
είναι μακρία....
φεύγει......

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011

μια άσπρη μέρα

χιόνησε, επιτέλους!! δεν αγαπάω το κρύο, δεν μου αρέσει να είμαι συνέχεια κουκουλωμένος, όμως το χιόνι έιναι άλλο πράγμα. ίσως γιατί είναι μια σπάνια εικόνα εδω στην αθήνα. εχω πολλές αναμνήσεις παιδικές στο βουνο με χιόνι. παρότι δεν μου αρέσει το κρύο, το τσουχτερο κρύο με αναζωογωνεί. περίεργο, αλλόκοτο.... έχει ήλιο, εχει πολύ κρύο. προτιμώ την ζέστη, η ζεστη μου προκαλέι μια αίσθηση ελευθερίας, ανεμελιάς. δεν είμαι στα πολύ καλά μου. το αιώνιο πρόβλημα της απουσίας του συντρόφου με ξανατυρανά... έχω χρόνια να νιώσω την αφή από ένα χάδι, ένα φιλι, μια ματιά... δεν τα αρνιέμε, αλλά δεν τυχαίνουν.... πρέπει να τα κυηγήσω με τον γνωστό τρόπο...μεσα από μια οθόνη...κ με διαλύει η σκέψη ότι πρεπει να καταφύγω εκεί....απαρνήθηκα αυτήν την ιδιότητα, τόσο ψυχρή κ τόσο προβλέψιμή.... κάνει κρύο, η σόμπα είναι ανάμενη, έρχετε ζέστη, αλλά το μεσα μου είναι κρύο..... ας περιμένω....έχω ελπίδα πως κάποιος θα έρθει να ζεσταθεί μαζί μου....

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

Τετάρτη, Μαΐου 19, 2010

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΚΟΥΑΡΕΛΕΣ * Συλλογή ποιημάτων

Ζωγράφισα τα μάτια μετά έβαψα τα χείλη και ακόμα τα θυμάμαι άλλη μια μέρα και ακόμα θυμάμαι χειμωνιάτικες ακουαρέλες τα χρώματα των ονείρων μου / Αθήνα 1981
* *
είπε.... μάτια μέσα στον καθρέπτη άδειο κρεββάτι, σπαραχτικά γέλια τίποτα δεν άλλαξε δίπλα ένα κορμί, το άγγιξε πέρασμα στο κενό πανέμορφο σώμα κοιμήσου γύρνα το βλέμμα η βροχή άρχισε άφησες τα σημάδια σου παντού κράτα αυτήν την νύχτα κρατάμε ζωντανό όλη μας η ζωή σε ένα ταξίδι 5 λεπτών / Αθήνα 1981
* *
Σήμερα ξύπνησα από άλλον κόσμο μέσα σε χιλιάδες εικόνες και χιλιάδες χρώματα νιώθω τόσο μικρός, μέσα στους ψίθυρους “εδώ είναι τα πρόσωπα που έχεις φιλήσει εδώ είναι όσους έχεις αγαπήσει, σε όσους έχεις μιλήσει” πέφτω στις φλέβες μου αταυπάτες πέφτω / Αθήνα 1982
* *
Χθες σαν μπήκα στην αυλή εκείνου του σπιτιού είδα το παρελθόν να χάνεται με τις αναμνήσεις κάθε γωνιά του την γνώριζα την θάλασσα την γεύτηκα τον ουρανό τον είδα κ μελαγχολικό και ηλιοστάλαχτο να!! εκεί μέσα στο δώμα του τζακιού, ρίχναμε πασιέντζες και στ’ απάνω δώμα το λημέρι μας και η σκάλα που 'τριζε τώρα χάθηκε και αυτή. Τα δένδρα σταμάτησαν χθες και η θάλασσα βροντά τα κύματα της πάνω στον τοίχο και ο ουρανός θλιμμένος μέσα στην θλίψη των ανθρώπων βρόντα και αυτός τα σύννεφα πάνω από το σπίτι “άνθρωποι μην λησμονάτε τις χαρές μην λησμονάτε τις αναμνήσεις μην λησμονάτε την κυρά που τότε σας καλωσόριζε και τώρα σας χαιρετά το άδειο σπίτι” / Στο σπίτι στην Κίρρα / Κίρρα 1982
* *
Μπαίνοντας στον καφενέ είδα ένα ρολόι στον τοίχο ρολόι παράξενο είχε μια μαγεία το κοίταζα συνέχεια οι φωνές και τα γέλια των φίλων μου χανόντουσαν στο παρελθόν γιατί ο χρόνος είχε σταθεί ο λεπτοδείκτης έδειχνε απόγευμα έξι / Στον Κ. Καβάφη / Αθήνα 1983
* *
Αυτή η μέρα είναι πιο ανθρώπινη ήρθες από το παρελθόν δεν θα ξεχάσω το χαμόγελο σου αγάπησα τα πάντα από εσένα γέλια του παρελθόντος ευτυχισμένα χρόνια πολλές ελπίδες πολλά όνειρα δεν θα ξεχάσω τη ματιά σου αυτή είναι η τελευταία μέρα η τελευταία μέρα η τελευταία ώρα του / Στον Πατέρα μου / Αθήνα 1983
* *
Βυθίζομαι.. φωνάζω την σιωπή νιώθω σαν άγγελος ρίξε με κάτω σαν εφιάλτη γύρισε με πίσω στο παρελθόν όταν με φιλάς παράξενες ιστορίες στο μυαλό μου σαν δηλητήριο με ματώνουν οι μέρες φεύγουν σαν ένας τοίχος που πέφτει σε φωνάζω, φωνάζω το όνομα σου κ αν σε χάσω? σαν κύμα? βυθίζομαι..... / Κως 1988
* *
Είμαι μια ψυχή που ακούει κλαίει αθάνατη χάνεται στην θλίψη της νεότητας στους χρόνους των αιώνων αργά - αργά σιγά ταξιδεύω ματώνοντας από τις φωνές του χρόνου μεταμορφώνομαι αλλάζω / Αθήνα 198ο
* *
Όταν τα φώτα σβήσουν όλα ξεχαστούν στο σκοτάδι δεν θα μπορώ να βλέπω το πρόσωπο σου θα είμαι μόνος παράξενο θα ήθελα να έρθει μια καινούργια μέρα όπου ο ήλιος θα χρυσαφίζει τα μαλλιά σου και όλα θα είναι ωραία Όταν τα φώτα σβήσουν από παντού θα ακούγονται χιλιάδες κλάματα σαν κραυγές από ζώα δεν θα είναι έρωτας αλλά η πίκρα, κ η ντροπή Όταν τα φώτα σβήσουν κανείς δεν θα είναι δίπλα μου κλείνουν τα μάτια μου είμαι ένα πτώμα, ένα νεκρό κορμί, ένα πνιγμένο κουφάρι / Αθήνα 1991 * *
Το χώμα είναι υγρό τα δένδρα είναι ήσυχα και ο ουρανός παρακαλεί να κλάψουμε είναι οι μέρες τις βροχής Κάθομαι στην παραλία θα 'θελα κάτι να σου πω να σου πω για τα δένδρα να σου πω για την βροχή να σου πω για το φθινόπωρο να σου πω για τον αέρα ή για εμένα θλιμμένος κ ευτυχισμένος περπατάω και χάνομαι / Θρακομακεδόνες 1985
* *
Απολιθωμένοι γέροι σε κρατικά νοσοκομεία μικρές νεκρές κυρίες στα πεζοδρόμια χιλιάδες μάτια πυγολαμπίδες στο σκοτάδι καταραμένοι άνθρωποι σημαδεμένοι μέσα σε σύμβολα βρώμικοι σαν τους δρόμους αμφίβολα συνθήματα στους τοίχους φαντάροι της καρδιάς μου μοναχικοί περπατούν και πλαγιάζουν σε λερωμένα κρεβάτια πως φοβάμαι τα μουρμουρητά του κόσμου ευνουχισμένες ιδέες μου τρώνε το μυαλό που να κρυφτώ? είναι σκληρός ο κόσμος “λύκε λύκε είσαι εδώ?” / Αθήνα 1980
* *
Στέκομαι στο παράθυρο τι να αγναντέψω? η πόλη είναι έρημη και η νύχτα τινάζει την αστεριά της θαρρώ πως μια σκία περιμένει ξεχάστηκε εκεί ξεχάστηκε μέσα στην σιωπή / Άσπρα Σπίτια 1976
* *
Τα πάντα θρυμματίστηκαν στην απέραντη μοναξιά τίποτα δεν μπορεί να προδώσει την διάρκεια της νύχτας κράτησες μια ελπίδα και σαν λεπίδα σφράγισες την ζωή σου μετράς της ώρες της σιωπής σπάζοντας τες με την βαριά σου ανάσα κράτησες μια ελπίδα και σαν λεπίδα θρυμμάτισες το μυαλό σου “τι ψάχνεις? τι ζητάς?” τίποτα πιά ποτέ.... / Αθήνα 1985
* *
Κάποιοι είναι σαν τις εποχές και όσα ψέμματα και να πουν οι ίδιοι θα είναι ακολουθώντας την μέρα από την αρχή καθισμένοι στο ίδιο δωμάτιο στο ίδιο κρεββάτι με εσένα ή χωρίς εσένα πάντα οι ίδιοι θα είναι / Αθήνα 1989
* *
Είμαι σαν το νερό αν διψάς άπλωσε τα χέρια σου να ξεδιψάσεις / Άσπρα Σπίτια 1975
* *
Τα μεσάνυχτα αγάπη μου θα έρθω στον ύπνο σου θα έρθω σαν παραδεισένιο πουλί και εσύ μέσα στα κόκκινα θα ανέβουμε στις στέγες των σπιτιών και θα χορέψουμε αγκαλιασμένοι στο σεληνόφως / Κως 1989
* *
Μάτια καρφωμένα στο κενό άδειο κρεββάτι ψίθυροι κ γέλια τίποτα δεν άλλαξε άρωμα πνιχτό, βαρύ υπέροχο σώμα μουδιασμένο γύρισα το κεφάλι σχημάτισε τα ίχνη σου όλη μας η ζωή είναι ένα ταξίδι / Αθήνα 1991
* *
Ήταν τότε χθες. σαν χθες / Αθήνα 1999
* *
Κάθισε δίπλα μου αγάπησε με φίλησε με στραγγάλισε με τα φιλιά σου / Αθήνα 1985
* *
Μέσα στον δρόμο έρωτας, κορμιά και ηδονή πως παζαρεύονται αυτή η μοναξιά πως με πεθαίνει κάθε βράδυ.... / Αθήνα 1986
* *
Τα μάτια σου κυλούν μέσα στους καπνούς μέσα στα μπαράκια ψάχνεις συντροφιά ψεύτικες ελπίδες ψάχνεις ψάχνεις να βρεις εκείνους που μέσα στα παραμύθια διάβασες τον κόσμο τον ωραίο χωρίς γκρίζες μέρες νομίζεις ότι γελάς και όμως δακρύζεις γιατί τα γέλια σου δεν έχουν που να σταθούν σε ποιόν να ακουμπήσουν στα χείλη σου τσιγάρο , ποτό ψεύτικες αγάπες σε σκοτεινά δρομάκια σάπια αποθήκη η καρδιά σου ψάχνεις να βρεις εκείνο το χαμένο όνειρο που θα σε ξεδιψάσει από την λησμονιά και τ'άγελα γέλια ψάχνεις μέσα σε κάθε ενοχή σου μια στάλα καθαρής αγάπης τα μάτια σου κυλούν μεσ’ το κρύο το δωμάτιο δεν κοιτάς πουθενά ήρθες σαν άγγελος και φεύγεις σαν νυχτοπεταλούδα στα όνειρα που έκανες μικρός / Στον Α / Αθήνα 1985
* *
Μια χάρτινη ομπρέλα μου χάρισες χθές και μου’πες ότι είναι από την Ιαπωνία τα όνειρα ξεχύθηκαν καθώς σιγά σιγά μαγεμένος άνοιξα την λιλιπούτεια ομπρέλα με το πράσινο χρώμα και τα μικρά μοβ λουλούδια είδα την χαρά στο βλέμμα σου και εσύ νομίζω την δική μου ξέρω ακόμα με αγαπάς, ακόμα και όταν με μαλώνεις μα η παιδιάστικη καρδιά μου κρύφτηκε έστω για λίγο πίσω από την ομπρέλα γιατί δεν πρέπει να δεις το φεγγάρι να κλαίει ούτε το δάκρυ μου να γίνεται μικρο χαμένο όνειρο μια μικρή χάρτινη ομπρέλα μου χάρισες χθες και μου είπες ότι είναι από την Ιαπωνία και αμέσως γέλασα ξεχνώντας σιγά σιγά τα δάκρυα μαγεμένος από την λιλιπούτεια καρδιά σου / Στον Η / Αθήνα 1984
* *
Τα όνειρα σου κλείσε σε ένα συρτάρι πέσε να κοιμηθείς, σβήσε το φως τι θα πει ο κόσμος είκοσι χρονών και τίποτε ακόμη παλικάρι ως εκεί να χαζεύει στα ονειρά του Κλέισε τα μάτια σου αύριο θα 'χεις παιδιά, οικογένεια πρέπει να βγάλεις λεφτά, να μην πεινάσουν πρέπει να δουλέψεις και μη και δεν σ’αρέσει Σβήσε το φως τι θα πει ο κόσμος / Αθήνα 1982
* *
Κράτωντας τα τρόπαια που μας έδωσε η νίκη τα χέρια τρέμουν και κρυώνουν τα χείλη τα σκουπίδια στοιβαγμένα κοντά στις άμορφες μάζες στα μικρά κουφάρια των μικρών παιδιών με κοιτάζουν παγωμένα με μια περιφρωνηση, μια λύπη καθώς τα δάκρυα βγαίνουν μηχανικά σταυρωσα τα χέρια και δέχτηκα το παράσημο της ύπουλης μας νίκης το γέλιο πηχτό σαν αίμα στηβάχθηκε ανάμεσα στους επαίνους η γιορτή δεν κράτησε πολύ ίσα με 1 λεπτό σιγής για τα κακόμοιρα θύματα και τον άγνωστο στρατιώτη που έμεις είχαμε στείλει να πεθάνει / Αθήνα 1990
* *
Κοιτάς απ' το παράθυρο να βρείς το μικρό χαμένο φως που είδες κάποιο βράδυ στο όνειρό σου η γριούλα απέναντις σου σε κοιτά επίμονα ίσως για εκείνην είσαι το φως της νιότης ενώ για σένα η σκιά του θανάτου / Αθήνα 1991
* *
Λοιπόν κύριοι είμαι εδώ μπροστά σας έτοιμος να δικαστώ μεσ' στην βαριά μου την σιωπή και με τα θολά τα μάτια την κρίσης σας θε να περιμένω μπρόστα στην καλντερίμικη ζωή με τα δρομάκια τα στενά λαβύρινθοι κ νήματα με τις ανηφοριές κ τις κατηφοριές η σκέψη μου πιο μακρύα από τη αβυσσο την κρύα σπάει τους πάγους του θανάτου και μαγνητίζει εικόνες γέλιου κ σιωπής Μα! μήν με αφήνεται να περιμένω την κρίση σας γρήγορα θε να ακούσω μην μου αρνήστε και αυτή την φορά είθε να είναι η τελευταία Μα! θα με δικάσεται ή θα δικαστείτε? θα δικαστώ ή θα απολογηθείτε θα καταδικαστώ ή θα φωνάξετε θα ξαναζήσουμε ή θα πεθανουμε για πάντα / Αθήνα 1983 / (Στοίχοι για το 2ο Φεστιβάλ Ιθάκης, του Μάνου Χατζηδάκη)
* *
Νύχτωσε... σκιές δειλά ακολουθούν Χαράξε... σκίες δειλά ξεμακρένουν Νύχτωσε.... Χαραξε..... / Άσπρα Σπίτια 1974
* *
Ήσυχα τόσο ήσυχα κλείσε τα μάτια σου κ φιλήσε τα φιλήσε τα ονείρα σου / Άσπρα Σπίτια 1976
* *
Δευτέρα οι ηλιαχτίδες σου φώτησαν το μαραμένο μου δωματιο / Άσπρα Σπίτια 1973
* *
Η ώρα ειναι 5 κοιμάσαι δίπλά μου η καρδιά μου πάει να σπάσει πως θά 'θελα να σε αγγίξω μα δεν μπορώ, τι να σου πω τα βράδια σαν κοιμάσε ακούω την ανάσα σου χάνομε σε εκείνη την καρέκλα που είναι δίπλα στο παράθυρο τα πράγματα σου πεταμένα έχεις φύγει από καιρό οι αναμνήσεις με τυλιγούν η ώρα είναι... η ώρα είναι 5 και 5 / Αθήνα 1989

Πέμπτη, Μαΐου 06, 2010

διήγημα 2

Περπατούσα εκείνο το πρωί σαν χαμένος, από το όνειρο της προήγουμενης νύχτας. Εντάξει και άλλες φορές είχα δει παρόμοια όνειρα με ανθρώπους που δεν γνώριζα, τοπία που δεν έχω ξαναπάει, αλλά αυτό.... Αυτήν την φορά ήταν διαφορετικό, πιο glamour... Βρισκόμουν σε ένα κρουαζιερόπλοιο μαζί με την Lauren Bacol και την Odrey Heybord και βουτούσαμε στην θάλασσα με εκείνα τα 50’ς μαγιό. Τότε τον είδα, καστανοκόκκινα μαλλιά σαν στάχυα στους αγρούς, λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, μάτια μελαγχολικά, δέρμα άσπρο με φακίδες, μουστάκι κ μούσι και τι παράξενο μου άρεσε, φορούσε άσπρο πουκάμισο κ παντελόνι. Μου ήρθε στον νου τα λινά ρούχα του πατέρα μου και με περίμενε κάτω από την θάλασσα, γιατί τελικά δε ήταν θάλασσα, αλλά μια μεγάλη πισίνα σαν θάλασσα. Έτρεξα κάτω στα αποδυτήρια και τον βρήκα να με περιμένει με γυρισμένη την πλάτη κοιτάζοντας από το παράθυρο. Οι ακτίνες του ήλιου χρυσάφιζαν τα μαλλιά του και έμοιαζε σαν άγιος Δεν γύρισε το κεφάλι και προχώρησα προσεκτικά μην τον τρομάξω. Παρατηρούσα τον χώρο, είχε αλλάξει και έμοιαζε περισσότερο σαν νοσοκομείο, μου ήρθε σαν σκέψη το Σωτηρία ή το Ιπποκράτειο, ή και το σανατόριο στις άλπεις, νοσοκομεία που γνώριζα καλά. Όταν έφτασα δίπλα γύρισε και με κοίταξε. Καθίσαμε δίπλα δίπλα και κοιταζόμασταν σαν να ήμασταν χρόνια ερωτευμένοι. Τα χέρια μας είχαν δεθεί σαν δύο φίδια που πάλευαν αιώνια. Ένιωσα την ανάσα του κοντά στον λαιμό μου, το δέρμα μου υγρό. Αφέθηκα στην μαγεία του έρωτα. Δεν φορούσα το 50’ς μαγιό, αλλά ένα μπλουζάκι πράσινο και ένα σαλβάρι από το Μπαλί. Δεν μιλούσαμε δεν ήταν απαραίτητο, μιλούσαν τα μάτια μας, τα φιλιά μας. Ξαπλώσαμε στο πάτωμα , ίσως είχαν περάσει πολλές ώρες, ίσως και ημέρες. Ο ήλιος ήταν πάντα εκεί κάτω από την πισίνα, όλα γινόντουσαν αργά , νωχελικά, αλλά τόσο τρυφερά.. Ξύπνησα, ένιωθα σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, ήταν δύο μεσημέρι Ντύθηκα, τάισα την γάτα μου και βγήκα έξω, μια δύναμη με τραβούσε έξω. Μπήκα στο λεωφορείο, έβγαλα το walkman πάτησα το play και κοιτάζονταν έξω άκουγα μουσική. Γύρισα το κεφάλι μου να παρατηρήσω τους συνεπιβάτες μου - πάντα το κάνω - και εκεί μέσα στο πλήθος τον είδα!!! ξαφνιάστηκα, τον είδα και με είδε, ξεροκατάπια και γύρισα το κεφάλι ένιωθα την ανάσα του και ας καθόταν μακρύα μου. Γύρισα και τον κοίταξα, είχα ακόμα δύο στάσεις για να κατέβω στο τέρμα, ξανακοίταξα δεν είχε κατέβει. Λίγο πριν το τέρμα πήγα κοντά του και του είπα “Δεν θα το πιστέψεις, αλλά σε ερωτεύθηκα στο χθεσινό μου όνειρο” 6 - ΦΕΒΡ - 1997

Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

διήγημα 1

Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, ο ουρανός διάσπαρτος από σύννεφα, κουρτίνες στον ήλιο. Κοίταξε ξανά προς τα πάνω ο ήλιος χάθηκε μέσα σε ένα μεγάλο σύννεφο “σίγουρα θα βρέξει”, γύρισε το κεφάλι του προς τον κάμπο. Ο αέρας έσερνε τα σύννεφα προς το μέρος του, κάνοντας παιχνίδια τις σκιές των δένδρων “Ωραία που είναι η ζωή” σκέφτηκε Η επάνοδος στην πόλη τον έκανε να ανατριχιάσει Να κρατήσω τις εικόνες, να κρατήσω τις μυρουδιές, την θάλασσα, τίποτα δεν πρέπει να χαθεί”. Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος διέκοψε τις σκέψεις του, τρομοκρατήθηκε, πέρασαν σκέψεις φόβου και φρίκης. Κοίταξε ψηλά και είδε 2 να σκίζουν τον ουρανό στα δύο. Άρχισε να τρέχει στο δάσος να κρυφτεί από έναν πόλεμο που φτιάχτηκε μέσα στο μυαλό του, “δεν θα την γλιτώσω, θα με φάει κάποια βόμβα” και συνέχισε να τρέχει, αλλόφρων. Ο ήχος των αεροσκαφών, συνέχιζε και αφού είχαν χαθεί από την ματιά του. κοντοστάθηκε λαχανιασμένος στο κούφωμα ένος γέρικου δένδρου, η διάθεση του είχε άλλαξει, του ήρθε στο νου ο πετροπόλεμος που έπαιζε μικρός στην γειτονιά, η ζωή του όλη Φοβόταν , όπως και τώρα, αλλά έπαιζε δεν άντεχε να τον κοροϊδεύουν. Αυτό είχε συνέχεια, γράφτηκε στην Σχολή Δοκίμων, προερχόταν από στρατιωτική οικογένεια, φυσικά η οικογένεια του, ήταν τρισευτυχισμένη κ τον είχαν ονομάσει Γενναίο, έτσι τον φώναζαν. Ακόμα και μέτα από τόσα χρόνια απορούσε για το επάγγελμα που είχε διαλέξει. Και να τώρα φοβισμένος στην κουφάλα ένος δένδρου προσπαθούσε να ξεφύγει, από το πεπρωμένο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει Ήθελε να γίνει ζωγράφος μικρός έπαιρνε τα χρωματιστά του μολύβια κ κατέβαινε στον κήπο να ζωγραφίσει ότι έβλεπε ολόγυρα του, σαστισμένος αλλά και μαγεμένος Όταν τελειώνε, έτρεχε στον παππού του να του δείξει τις καινούργιες του ζωγραφιές, εκείνος ήταν ο μόνος που πίστευε στο ταλέντο του εγγονού του και ήταν ο αιώνιος καυγάς της Κυριακής στο μεγάλο τραπέζι της οικογενείας, όταν όλο το σόι μαζεμένο, τρώγανε Όλοι μιλούσαν για την οικονομία που πήγαινε κατα διαβόλου, ενώ τα παιδιά τρέχαν ολόγυρα, σαν τιτίβισμα μελισσών, αναστατώνονταν όλη την αίθουσα., σκορπίζοντας τον πανικό στους μεγάλους. Εκεί που φούντωνε η συζήτηση, σηκωνόταν ο παππούς και με μεγάλη υπερηφάνεια έδειχνε τα κατορθώματα του εγγονού του. Έλεγε κ ξανάλεγε, πόσο χαρισματικός είναι και πως κάποτε όλοι θα μιλούν γι αυτόν, τότε ξέσπαγε ο μεγάλος καυγάς, λες και ο παππούς το έκανε επίτηδες. Όταν εκείνος πέθανε, δεν ξαναζωγράφισε ποτέ, δεν είχε σε ποιον να τα δείξει, όλοι απαξιουσαν και να τα κοιτάξουν. Κλείστηκε στον εαυτό του, μεγαλώνοντας μέσα στην σιωπή, μέσα σε στην δική του πραγματικότητα. Έκτοτε κανένας δεν ξαναασχολήθηκε μαζί του. Τώρα βρίσκετε σε εκείνο το νησί, πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια σε διακοπές, μόνος. Δεν είχε παντρευτεί, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί μέσα του έκρυβε ένα μεγάλο, ασήκωτο μυστικό. και όταν κατατάχτηκε το έκλεισε για πάντα μέσα του, φυλαγμένο. Ίσως να είχε ξεχάσει τι σημαίνει έρωτας - αν ποτέ το άφησε να το νιώσει. Ο ήχος των αεροπλάνων είχε χαθεί και ο αέρας είχε πάρει την δική του θέση στον ήχο. Σηκώθηκε αλλά ξανακάθισε, που και που κοιτούσε το ουρανό μήπως και τα ξαναδεί. Το παιχνίδισμα του ήλιο με τα σύννεφα συνεχίζονταν Ήταν ήδη έναν μήνα εδώ και οι διακοπές του έφτανα στο τέλος. Η στρατιωτική ζωή τον είχε κουράσει και είχε ζητήσει πρόωρη άδεια. Ήρθε εδώ μη ξέροντας τι θα αντικρίσει και πραγματικά δεν τον ένοιαζε, είχε ακούσει πως η φύση εδώ είναι πανέμορφη και πραγματικά είχε μαγευτεί. Του άρεσε η ιδέα πως θα ήταν μόνος του πως είχε λιγοστό κόσμο Οι μέρες τελειώνανε και έκανε τις τελευταίες του βόλτες. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά, όταν άκουσε ένα σφύριγμα πίσω του γύρισε και είδε έναν νεαρό που κρατούσε ένα τελάρο κ μια κασετίνα με μπογιές. Σάστισε, δεν είχε αντικρίσει κανέναν, όλο τον καιρό που βρισκόταν εδώ. Εκείνος τον προσπέρασε, χαιρετώντας τον σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια. Άρχισε να τρέμει, όλα γύριζαν γύρω γύρω, από την μία τα αεροπλάνα και από την άλλη η θύμηση της ζωγραφικής, ο παππούς, οι καυγάδες, το μυστικό του, τα χαμένα χρόνια. Σωριάστηκε στο χώμα και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Πέρασε κάμποση ώρα έτσι. “θα πάω να του μιλήσω, ή τώρα ή ποτέ” σκέφτηκε, σηκώθηκε, του φαινόταν παράτολμο, δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, ένιωθε όμως μια ανεξέλεγκτη δύναμη να τον σπρώχνει προς το μέρος του νεαρού.Τότε του ήρθε στο νου τα λόγια του παππού του “Ακόμα και αν αργήσεις να συνειδητοποιήσεις ότι ήθελες να κάνεις αυτό που η μοίρα όριζε για σένα, όταν έρθει αυτή η στιγμή, άφησε αυτήν την δύναμη να σε οδηγήσει, αυτή ξέρει, δεν λαθεύει ποτέ” Δεν είχε την δύναμη να αντισταθεί και άρχισε να τρέχει προς το μέρος που καθόταν ο νεαρός και ζωγράφιζε. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό, εκείνη την στιγμή περνούσαν τα 2 αεροπλάνα, τα είδε, τα χαιρέτισε και άρχισε να γελά δυνατά Ο παππούς καθισμένος στον κήπο, του χαϊδεύει τα μαλλιά και του λέει “Ποτέ μην με ξεχάσεις, θα έρθει μια μέρα που θα με ευγνωμονείς” Ατσίτσα / Σκύρος 1995

Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2009